- σκιόφως
- σκῐό-φως, ωτος, τό,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκιόφως — ωτος, το, ΝΑ λυκόφως («τὸ μεταίχμιο ἡμέρας καὶ νυκτὸς σκιόφως ἀπετέλεσεν», Ηλιόδ.) νεοελλ. 1. ημίφως 2. αμυδρό φως το οποίο παράγεται από ακτίνες που διέρχονται μέσα από αδιαφανή σώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + φως] … Dictionary of Greek
σκιόφως — το αμυδρό φως από ακτίνες που περνούν μέσα από ημιδιαφανή σώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημίφως — το 1. γεν. ασθενές φως, μισόφωτο, μισοσκόταδο, σκιόφως 2. (ειδ.) το αμυδρό φως τής ημέρας κατά την αρχή τού λυκαυγούς* και κατά το τέλος τού λυκόφωτος*, σύθαμπο, σούρουπο, σουρούπωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φως. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον… … Dictionary of Greek
ημισκιά — η (ζωγρ.) ο τόνος μεταξύ φωτός και σκιάς, σκιόφως, ημίφως, μισόφωτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + σκιά. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] … Dictionary of Greek
ησκιόφωτο — και ησκιόφως, το 1. σκιόφως*, σκιά 2. σκιαζόμενος τόπος, σκιερός τόπος, ήσκιωμα («πάμε στο ησκιόφωτο») 3. μτφ. η ψυχική ανησυχία και το αίτιο που τήν προκαλεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσκιος + φωτο (< φως), πρβλ. φεγγαρό φωτο] … Dictionary of Greek
λύγη — λύγη, ἡ (Α) σκιά, σκιόφως («νυκτὸς ἐμπίπτουσι τοῑς φύλαξιν εὐναζομένοις καὶ κτείνουσιν αὐτοὺς καὶ τῷ Καίσαρι κατέσεισαν ὑπὸ λύγῃ», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. ἠλύγη παρουσιάζει δυσκολίες, δεδομένου ότι, εκτός τού… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek